Ροσίνι, Τζοοκίνο

Ροσίνι, Τζοοκίνο
(Rossini, Πέζαρο 1792 – Πασί, Παρίσι 1868). Ιταλός συνθέτης. Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια έφυγε από το Πέζαρο και άρχισε στη Μπολόνια τις μουσικές του σπουδές, τις οποίες συνέχισε αργότερα (1802-04) στο Λούγκο της Ρομάνια, στη σχολή του ιερέα Τζουζέπε Μαλέρμπι. Μετά τη νέα εγκατάσταση του στη Μπολόνια άρχισε να γίνεται γνωστός γύρω στα 13 του χρόνια ως τσεμπαλίστας, βιολιστής και ψάλτης στις εκκλησίες της πόλης. Στο μουσικό λύκειο, όπου είχε εγγραφεί, διακρίθηκε στη σπουδή του πιάνου, του βιολοντσέλου και της αντίστιξης, ενώ συγχρόνως άρχισε να αναφαίνεται και το πρώιμο ταλέντο του ως συνθέτη. Πράγματι, στην περίοδο της Μπολόνια ανήκουν έργα όπως η καντάτα Ο θρήνος της Αρμονίας για τον θάνατο του Ορφέα, (1808) και η όπερα Δημήτριος και Πολύβιος, που εμφανίστηκε το 1812 στη Ρώμη. Μεγάλη επιτυχία σημείωσε επίσης, το 1812, η Λυδία λίθος. Η ολοένα αυξανόμενη φήμη του εικοσαετούς συνθέτη σταθεροποιήθηκε με τις παραστάσεις του 1813, στη Βενετία, της εύθυμης φάρσας Ο κύριος Μπρουσκίνο ή ο κατά τύχη γιος και με τις δυο όπερες Τανκρέντι και Η Ιταλίδα στο Αλγέρι. Μέσα στον ίδιο χρόνο (1813) πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο της Σκάλας του Μιλάνου με την όπερα Ο Αυρηλιανός στην Παλμύρα, που το μιλανέζικο κοινό τη δέχτηκε ψυχρά. Πλημμύρισαν, όμως, αμέσως ύστερα, τις σημαντικότερες ιταλικές και ευρωπαϊκές σκηνές, εναλλάσσοντας το σοβαρό με το κωμικό και φτάνοντας στις κορυφές της μουσικής μεγαλοφυΐας οι όπερες Ο κουρέας της Σεβίλλης (Ρώμη, 1816), η Σταχτοπούτα ή ο θρίαμβος της καλωσύνης (Ρώμη, 1817), Η κλέφτρα κίσσα, (Μιλάνο, 1817), Σεμίραμις (Βενετία, 1823) κ.ά. Ύστερά από διαμονή στη Βιέννη και στο Λονδίνο, ο Ρ. εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανέλαβε (1824-36) τη μουσική διεύθυνση του Theatre des Italiens και όπου παρουσίασε τις τελευταίες του όπερες σε γαλλικά λιμπρέτα: Η πολιορκία της Κορίνθου (1826), Ο κόμης Ορί (1828) και Γουλιέλμος Τέλλος (1829). Από εκεί και ύστερα, ο Ρ., καταλαβαίνοντας ότι έχει περάσει η εποχή που βρισκόταν στην πρωτοπορία, έμεινε μακριά από το θέατρο, ζώντας περίπου 40 χρόνια με τη δόξα που είχε συσσωρεύσει στη νεότητα του. Μη έχοντας πια τα ίδια γούστα με τους Παρισινούς, επέστρεψε στη Μπολόνια, κρατώντας έως το 1848 τη διεύθυνση του Μουσικού Λυκείου. Στο μεταξύ είχε χωρίσει από την πρώτη του σύζυγο, τη διάσημη Ισπανίδα τραγουδίστρια Ισαβέλλα Κόλμπραν, με την οποία ήταν παντρεμένος από το 1822, και το 1848 εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία μαζί με την Ολυμπία Πελισιέ, που την είχε παντρευτεί το 1846, μετά τον θάνατο της Κόλμπραν. Επέστρεψε στο Παρίσι το 1855, όπου έμεινε έως τον θάνατό του (το 1887 η σορός του μεταφέρθηκε στη Σάντα Κρότσε, στη Φλωρεντία). Στα τελευταία του χρόνια περνούσε τον καιρό του συνθέτοντας διαρκώς κομψά και χαριτωμένα κομμάτια μουσικής δωματίου και κυρίως για πιάνο και τραγούδι, καθώς και τη μουσική της Μικρής Eπίσημης Λειτουργίας (Ρetite Messe solennelle), της οποίας η πρώτη εκτέλεση έγινε το 1869 και η οποία, μαζί με το Stabat Mater, το οποίο είχε συνθέσει το 1842, ολοκληρώνουν την προσωπικότητα του μουσουργού. Ο Ρ. απάλλαξε το μελόδραμα από την αυθαιρεσία των τραγουδιστών, απαιτώντας λεπτολόγο σεβασμό της παρτιτούρας και είναι προς έπαινό του ότι προώθησε στην Ιταλία, όπου ακόμα βρίσκονταν σε διαμάχη οι διάφορες σχολές (η μνησικακία της ναπολιτάνικης σχολής συνετέλεσε στην αποτυχία της πρώτης παράστασης του Κουρέα της Σεβίλλης στη Ρώμη), την κίνηση της μουσικής. Έφερε στη μουσική, ως στοιχείο θερμού δυναμισμού, το «κρεσέντο» και μια λαμπρή γνώση της ενορχήστρωσης που τη διδάχτηκε από τη μελέτη του Μότσαρτ και του Χάιντν και που του έδωσε την αρχική ονομασία του «μικρού Γερμανού». Και πράγματι παρουσίασε τη μορφή του συνθέτη –άγνωστη τότε στην Ιταλία– που μελετά στα σοβαρά την ιστορία της μουσικής. Προκάλεσε τον θαυμασμό, ακόμα και τον φθόνο, του Μπετόβεν, και ο Βάγκνερ απευθύνθηκε σ’ αυτόν για να πετύχει προστασία, ενώ ο Βέρντι, ανίκανος να καταλάβει γιατί ο Ρ. μελέτησε τη μουσική του Μπαχ, ζήλεψε τις σημαντικές αναγνωρίσεις που του απένειμε η ιταλική κυβέρνηση. Ο Μπελίνι και ο Ντονιτσέτι είχαν δεχτεί την αφιλοκερδή γενναιοδωρία του και ο Μπερλιόζ, που του είχε δείξει εχθρότητα, έγινε θαυμαστής του μετά τον Γουλιέλμο Τέλλο. Και πράγματι ο Ρ. πέρασε μέσα από την Ευρώπη σαν μια φωτιά που ξεσήκωνε καινούριες δυνάμεις ενέργειας, αφήνοντας πίσω του κορυφές που δεν έφτασε ποτέ πια κανείς, όπως η ορμητική ζωτικότητα του Κουρέα της Σεβίλλης ή η ήρεμη στοχαστικότητα του Γουλιέλμου Τέλλου, που επέδρασε σε όλο το μελόδραμα του 19ου αι., ή ακόμα η ασύγκριτη λιτότητα της Μικρής Eπίσημης Λειτουργίας, όπως απορρέει από την αρχική γραφή για σολίστ και χορωδία, με συνοδεία εκκλησιαστικού οργάνου και δυο πιάνων. Αυτές είναι οι πιο φωτεινές στιγμές της τροχιάς που διέγραψε η μουσική του Ρ., γύρω από τις οποίες κινήθηκε για πολύ καιρό το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Πρέπει να αναφερθεί εδώ η γοητευτική Ζωή του Ροσίνι, που δημοσιεύτηκε το 1823 από τον Σταντάλ και που αποτέλεσε παρόρμηση για νεότερες μελέτες. Την παρουσία του Ρ. στην πολιτιστική ιστορία του 20ού αι. ήρθαν να επισφραγίσουν η μνημειώδης βιογραφία του σε 3 τόμους, που εκδόθηκε το 1927-29 από τον μουσικολόγο Τζουζέπε Ραντιτσιότι (1858-1931) και τα δοκίμια των Μπακέλι (1941) και Ρονιόνι (1956). Στο Πέζαρο, ένα Κέντρο Ροσίνι προώθησε τη συλλογή και την έκδοση των χειρογράφων του μουσουργού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”